- παραπίσω
- επίρρ. τοπ. - χρον.1. για τόπο, πιο πίσω: Κάνε παραπίσω, να μη σε πατήσει το αυτοκίνητο.2. για χρόνο, στο μέλλον, αργότερα: Ας αρχίσουμε το έργο τώρα και βλέπουμε παραπίσω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.