παραπίσω

παραπίσω
επίρρ. τοπ. - χρον.
1. για τόπο, πιο πίσω: Κάνε παραπίσω, να μη σε πατήσει το αυτοκίνητο.
2. για χρόνο, στο μέλλον, αργότερα: Ας αρχίσουμε το έργο τώρα και βλέπουμε παραπίσω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παραπίσω — επίρρ. 1. τοπ. πιο πίσω 2. χρον. αργότερα, πιο έπειτα …   Dictionary of Greek

  • παραπίσω — παρά , ἀπό ἵζω si sd o aor subj act 1st sg (ionic) παρᾱπίσω , παρά ἀπισόω make equal imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) παρά ἀπισόω make equal pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) παραπί̱σω , παρά ἀπισόω make equal imperf ind act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”